Είπα να ξεκινήσω με κάτι λουλουδιαστό, « όπως το καλεί η μέρα σήμερα» και πάλι μ’ έπνιξε η αρμύρα!
Το στρίβω από δω, το στρίβω από κει και να το πάλι μπροστά μου.
«Αθ θέλεις του σκάρου το σκατό, τομ Μάη κατέβα στογ γιαλό!»
Δεν ξέρω πώς το δεχτήκατε διαβάζοντας το! Σκατό λέγαμε το έντερο.
Όμως η σκέψη του γράφοντος βρίσκεται κάπου μεταξύ Κατέργου-Πλάκας-Καθαράς-Λαϊκού-Μάντρας-Περιστερώνα-Αλυκής και σπηλιές Τραουνού!
Σαράντα και κάτι χρόνια πριν, όταν με το φίλο Γιώργη, ακολουθώντας τους μεγάλους ψαράδες, φτάναμε στη Μάντρα και τον Άγιο.
Τους βλέπαμε να κουβαλούν μακριά καλάμια του ποταμού, «ακνίες σε κούφιο καλάμι, ζωντανούς καούρους σε κουβαϊ», κύρτους, σιδερένια καμάκια στερεωμένα σε μακριά «σάππια», άψητο χταπόδι και το απαραίτητο « γυαλί».
Τα δικά μας σύνεργα ήταν κάτι μικρά ψαροντουφεκάκια –σαΐτες, με αδύναμα λάστιχα και κάτι χοντρές τρίαινες.
Ελπίζω με την παράθεση των εργαλείων να σχηματίσατε τις ψαρικές εικόνες. Μιλώ για τους γνώστες του αντικειμένου, γιατί οι στεριανοί χρειάζονται σελίδες και σελίδες!
Πρώτο μέλημα λοιπόν η ανεύρεση σκαρολάχανου για τους κύρτους και η πόντιση τους.
Δεύτερο………το δέσιμο σκαρολάχανου ή φασολιάς σε μάτσο με πέτρα για το βύθισμα!
Πάνω τους έπεφταν οι «λιμασμένοι» σκάροι και ακολουθούσε το ψάρεμα με δόλωμα «ακνία».
Ο επόπτης, το γυαλί, πρόσφερε μεγάλη βοήθεια και έδινε δυνατές συγκινήσεις: « Γλήορα, εμαέβτηκε μια μιάλη κοπαούρα!»
« Ο κύρτος εγίμωσε κοκκινόσκαρους!»
« Μανάαα, μια σμιρνούκλα!»
«Τρίψε το χταπόι, α την καρφώσουμε!»
…………………………
" Α μην τα μάθετε δα κι όλα τα μυστικά.......!"
Είναι παλιά συνήθεια να τρώγεται ο σκάρος με το έντερό του. Βέβαια πρέπει να είναι πρωινό πιάσιμο, γιατί μετά γεμίζει η κοιλιά του και πρήζεται από τη λαιμαργία του!
Και λίγα για την …τότε Πρωτομαγιά.
Οι γειτόνισσες φρόντιζαν να σηκώνονται πολύ πρωί την ημέρα της Πρωτομαγιάς για να προλάβουν το κατούρημα του Μάη!
Σας φαίνεται παράξενο κι όμως αστειεύονταν βρέχοντας τα «κατώφλια » της γειτονιάς κι ύστερα λέγανε: « Εκατούρησέσ σε ο Μας!»
Όλα τα σπίτια κρεμούσαν στεφάνι πάνω από την είσοδο, φτιαγμένο από τα πανέμορφα «μοσκουράκια».
Το στεφάνι έμενε μέχρι τη γιορτή του « Άη Γιάννη του Καλαφουνιστή», τέλη Ιουνίου και καίγονταν στο σοκάκι με πανηγυρικό τρόπο.
Θυμούμαι, πηδούσαμε τις φωτιές ξεφωνίζοντας: «Όξω ψύλλοι και κοριοί!»