Άκουσα μια ιστορία ενός παράφορου έρωτα ή αν προτιμάτε μιας μεγάλης αγάπης, που ξέφυγε από τα αποδεκτά όρια .
Προσπάθησα να τη δώσω με τραγούδι ....Εσείς κρίνετε το αποτέλεσμα.
Καλοκαίρι, όπως τώρα, είναι το μόνο κοινό σημείο, γιατί τα υπόλοιπα θέλουν ισχυρή φαντασία.
Ας πούμε Καλυθιές του 1930.
Περπατάτε στα σκοτεινά χοχλακόστρωτα δρομάκια.
Μπροστά σας ένας βρακοφόρος τραβά το γάιδαρο του στο στάβλο. Ακούγονται τα ρυθμικά τάκα-τουκ των στιβανιών του.
Μια κουρασμένη αγρότισσα επιστρέφει στο σπίτι φορτωμένη τη στάμνα με το δροσερό νερό.
……από το μονακάμαρο, κάτω από την κληματαριά της αυλής και γύρω από ένα « λουξ» ακούγονται τα πρώτα «εϊβα» της ρακής.
Λίγο παρακάτω στο καφενείο μοιράζονται τα χαρτιά για την « πάστρα» και στο γωνιακό τραπέζι κάποιος « μερακλωμένος» ετοιμάζεται……Το πήρε απόφαση ή σήμερα ή ποτέ!
Κάπως έτσι…….. ίσως ξεκίνησαν « Τα καμώματα του Αλωνάρη!»
Ακούστε το και σεις μαθές και πιάστε το δοξάρι,
να ντηονήσει η γειτονιά που τ' άξιομ παλdικάρι.
Εγάπαν την πολλdύν καιρό, τημ μικροπαντρεμένη,
στον ύπνον του την έβλεπε και να'ταν χωρισμένη!
Όπου να ρίξει τημ μματιά, εφτήν έβλεπεν μπρος του,
επαραμίλκεμ μοναχός έχαννεν και το φως του.
Επέρναμ που το σπίτιν της κι εχτύπαν η καρτιά του
και να τημ πάρει έθελε μέσα στην αγκαλκιάν του.
Κι ένα βράυ σκοτεινό, του Λωνεφτή ζιντάνι,
κοιμούνταν μες στην στράταν της και μες στο μεϊντάνι.
Ήταν ο άντρας της κειδά και τα παιδκιά πιο πέρα,
ο πόθος του εφούντωσε, δεν κάτεχε φοβέρα.
Έβκαλεν τα ποήματα, περπάταν σαν τον κάττη,
εσήκωσεν και την στρωσκιά και κάτω της εχάθη.
Ένιωσεν η πεντάμορφη τηζ ζέστην του κορμιού του,
εμύρισεν το χνώτον του και την αναπνοήν του.
Μάρτυρας μόνον ο ουρανός και το χλωμόφ φεγγάρι,
για πόσα άνθη μάεψε τ' όμορφο παλdικάρι!